- εισβασις
- εἴσβασιςεἴσ-βᾰσιςстароатт. ἔσβᾰσις -εως ἥ1) вход
εἰσβάσεις μηχανᾶσθαι Eur. — придумывать способы войти
2) посадка на корабли(ἐν τῇ εἰσβάσει Thuc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εἰσβάσεις μηχανᾶσθαι Eur. — придумывать способы войти
(ἐν τῇ εἰσβάσει Thuc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
είσβασις — εἴσβασις, η (Α) 1. είσοδος, τρόπος εισόδου («εἰσβάσεις μηχανώμενοι») 2. επιβίβαση 3. πρώτο στάδιο μαγικής τελετής … Dictionary of Greek
εἰσβάσεις — εἴσβασις an entrance fem nom/voc pl (attic epic) εἴσβασις an entrance fem nom/acc pl (attic) εἰσβά̱σεις , εἰσβαίνω go on board aor subj act 2nd sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴσβασιν — εἴσβασις an entrance fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσβάσεως — εἰσβάσεω̆ς , εἴσβασις an entrance fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)